- γυμνήτας
- γυμνήτᾱς , γυμνήτηςnakedmasc acc plγυμνήτᾱς , γυμνήτηςnakedmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γυμνῆτας — γυμνής light armed foot soldier masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Balearic Islands — Illes Balears (Catalan) Islas Baleares (Spanish) Autonomous Community … Wikipedia
ψιλήτης — και ψιλίτης, ου, ὁ, Μ στρατιώτης ελαφρά οπλισμένος («τοὺς γυμνῆτας ὠνόμασαν οἷς ὁμόστιχοι καὶ οἱ κοινῶς μὲν ψιλοί, κοινότερον δὲ ψιλῆται», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ψιλής*, ῆος, με κατάλ. της*, ενώ ο τ. ψιλῖται κατά το ὁπλίται] … Dictionary of Greek